- ἀμυδρή
- ἀμυδρόςdimfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
διαύγασμα — το (ΑΝ) 1. αμυδρή λάμψη 2. χαραυγή, γλυκοχάραμα … Dictionary of Greek
μελάμφωνος — μελάμφωνος, ον (Α) αυτός που έχει αμυδρή, μη ευκρινή ή βραχνή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φωνή] … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
υπόλαμψις — άμψεως, ἡ, Α [ὑπολάμπω] αμυδρή λάμψη … Dictionary of Greek
ψελλισμός — ο, ΝΑ [ψελλίζω] δυσχερής άρθρωση τών λέξεων, ψέλλισμα αρχ. 1. (για δάσκαλο) βραδύτητα ομιλίας 2. προσποιητός τρόπος ομιλίας 3. μτφ. (κυρίως για νόσο) η πρώτη αμυδρή και ασαφής εμφάνιση («ποδάγρας ψελλισμός», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη … Dictionary of Greek
Βολφ, Μαξ — (Max Wolf, Χαϊδελβέργη 1869 – 1932).Γερμανός αστρονόμος. Ίδρυσε και διηύθυνε το αστεροσκοπείο της Χαϊδελβέργης. Επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην παρατήρηση και στη μελέτη του ουρανού και είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη φωτογραφία στην… … Dictionary of Greek